έξτρα
[ˈekstra]επίρρημα | Adverb advPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- extra, zusätzlichέξτρα επιπλέονέξτρα επιπλέον
- ausgezeichnetέξτρα εξαιρετικός οικείο | umgangssprachlichοικέξτρα εξαιρετικός οικείο | umgangssprachlichοικ