„άστοχος“ άστοχος [ˈastoxos], άστοχη, άστοχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verfehlt verfehlt άστοχος άστοχος esempi άστοχη πάσαθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | Sportαθλ Fehlpassαρσενικό | Maskulinum, männlich m άστοχη πάσαθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | Sportαθλ