„άρρωστος“: επίθετο, ως επίθετο άρρωστος [ˈarostos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, άρρωστη, άρρωστο Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) krank krank άρρωστος άρρωστος „άρρωστος“: αρσενικό και θηλυκό άρρωστος [ˈarostos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kranke Kranke(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f άρρωστος άρρωστος