„άμα“: σύνδεσμος άμα [ˈama]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) als, sobald, wenn, falls als άμα στο παρελθόν όταν άμα στο παρελθόν όταν sobald άμα στο μέλλον μόλις άμα στο μέλλον μόλις wenn, falls άμα όταν άμα όταν