άκαρπος
[ˈakarpos], άκαρπη, άκαρποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unfruchtbar, unergiebigάκαρπος έδαφος, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφάκαρπος έδαφος, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ