κεφαλαιοκρατικός
[kjefaleokratiˈkos], κεφαλαιοκρατική, κεφαλαιοκρατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- kapitalistischκεφαλαιοκρατικόςκεφαλαιοκρατικός