Traduzione Greco-Tedesco per "επίθεση"

"επίθεση" traduzione Tedesco

επίθεση
[eˈpiθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Angriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m (κατά+γενική | +Genitiv +gen εναντίον+γενική | +Genitiv +gen auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)
    επίθεση
    Offensiveθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επίθεση
    επίθεση
  • Anschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    επίθεση τρομοκρατική
    Attentatουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    επίθεση τρομοκρατική
    επίθεση τρομοκρατική
  • Überfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    επίθεση σε τράπεζα
    επίθεση σε τράπεζα
esempi
  • τρομοκρατική επίθεση
    Terroranschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τρομοκρατική επίθεση
  • βομβιστική επίθεση
    Bombenanschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    βομβιστική επίθεση
  • επίθεση αυτοκτονίας
    Selbstmordanschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    επίθεση αυτοκτονίας
  • nascondi gli esempimostra più esempi
κεραυνοβόλα επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Blitzangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κεραυνοβόλα επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
τρομοκρατική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Terrorangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
τρομοκρατική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμπρηστική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Brandanschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εμπρηστική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μετωπική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Frontalangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μετωπική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
προειδοποιητική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Präventivschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
προειδοποιητική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generalangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γενική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αιφνιδιαστική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Überraschungsangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αιφνιδιαστική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μεγάλη επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Großangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Großoffensiveθηλυκό | Femininum, weiblich f
μεγάλη επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
τελευταία επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schlussoffensiveθηλυκό | Femininum, weiblich f
τελευταία επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μετωπική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
Breitseiteθηλυκό | Femininum, weiblich f
μετωπική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
βομβιστική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sprengstoffanschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βομβιστική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: